- πτέρωμα
- τό1) оперение, перья;
λευκόν πτέρωμα — белое оперение;
2) появление перьев, оперения;3) архит. устой моста; 4) воен. :ούραίον πτέρωμα — хвостовое оперение (самолёта)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λευκόν πτέρωμα — белое оперение;
ούραίον πτέρωμα — хвостовое оперение (самолёта)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πτέρωμα — that which is feathered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρωμα — το, ΝΜΑ, και φτέρωμα Ν 1. τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το σύνολο τών πτερών και τών πτίλων 2. μτφ. η δύναμη για πέταγμα ή για κίνηση (α. «φρενών πτέρωμα», Κάλβ. β. «τὸ τῆς ψυχῆς... πτέρωμα», Μεθόδ. γ. «πτέρωμα τῆς κινήσεως», Γαλ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
πτέρωμα — το, ατος 1. το σύνολο των φτερών πουλιού. 2. πτεροφυΐα, φτέρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτερωμάτων — πτέρωμα that which is feathered neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερώμασι — πτέρωμα that which is feathered neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερώμασιν — πτέρωμα that which is feathered neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερώματα — πτέρωμα that which is feathered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερώματι — πτέρωμα that which is feathered neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερώματος — πτέρωμα that which is feathered neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορνιθόμορφα — Λέγονται και ορνιθοειδή. Τάξη πουλιών που αποτελείται ολόκληρη σχεδόν από την υπόταξη των αλεκτόρων. Τα ο. περιλαμβάνουν μερικά είδη που εκτρέφονται από τον άνθρωπο και πολλά άγρια που υφίστανται κατά κανόνα εντατικό κυνήγι. Αν και οι διαστάσεις… … Dictionary of Greek
περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες … Dictionary of Greek